- Χῶνας
- Χώνmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χώνας — Χώνᾱς , Χοάνη funnel fem acc pl Χώνᾱς , Χοάνη funnel fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώνας — χώνᾱς , χώνη funnel fem acc pl χώνᾱς , χώνη funnel fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχανάς — ο (Μ καταχανάς) κακοποιό δαιμόνιο, βρικόλακας νεοελλ. μτφ. 1. άπληστος άνθρωπος 2. εφιάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < *κατα χωνάς με αφομοίωση < καταχώνω] … Dictionary of Greek
τραχῶνας — τρᾱχῶνας , τραχών a rugged masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)